- λίπωμα
- Καλοήθες νεόπλασμα που οφείλεται σε υπερπαραγωγή ώριμου λιπώδους ιστού· όταν συνυπάρχει και μη λιπώδης συνδετικός ιστός ονομάζεται ινολίπωμα. Συναντάται συχνά σε ενήλικους ανθρώπους και σπανιότερα σε κατοικίδια ζώα. Μπορεί να περιβάλλεται από κάψα. Εντοπίζεται στους ιστούς που είναι πλούσιοι σε λίπος· για παράδειγμα, στο υπόδερμα, μεταξύ των μυών κ.α. Μπορεί να είναι ένα μονήρες ή πολλαπλά και συνήθως έχει την τάση να επεκτείνεται. Γενικά, το λ. είναι ασυμπτωματικό· μπορεί όμως, ανάλογα με την εντόπισή του, να πιέζει σημαντικά όργανα ή νευρικές απολήξεις και σε αυτές τις περιπτώσεις προκαλεί πόνο και πιεστικά φαινόμενα, οπότε επιβάλλεται η χειρουργική αφαίρεσή του, που είναι άλλωστε και η μοναδική ριζική θεραπεία. Η ιστολογική εξέταση επιβεβαιώνει τη διάγνωση.
* * *τοιατρ. καλοήθης όγκος που αποτελείτει από λιπώδη ιστό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoma < νεολατ. lipoma (< λίπος)].
Dictionary of Greek. 2013.